ματοκυλισμένος

ματοκυλισμένος
η , ο окровавленный (кем-л.);
обагрённый кровью (книжн.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ματοκυλισμένος" в других словарях:

  • ματοκυλίζω — και ματοκυλώ, άω 1. σκοτώνω κάποιον, σφαγιάζω, αιματοκυλώ 2. γίνομαι αιτία για σφαγή 3. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ματοκυλισμένος, η, ο βουτηγμένος στο αίμα («ασούσσουμο κι ανέγνωρο και ματοκυλισμένο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • (αι)ματοκυλίζω — και (αι)ματοκυλώ ισα, ίστηκα, ισμένος τραυματίζω, σκοτώνω: Οι επιδρομείς ματοκύλισαν τον τόπο. ματοκυλίζω ματοκύλισα, ματοκυλισμένος, αιματοκυλίζω, σφάζω: Οι κατακτητές ματοκύλισαν όλη την περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»